Greek Meaning of lodging
διαμονή
Other Greek words related to διαμονή
- κατοικία
- κατοικία
- σπίτι
- σπίτι
- στέγαση
- τόπος
- κατοικία
- στέγη
- διαμέρισμα
- μπανγκαλόου
- Καμπίνα
- Κกระทα
- ανασκαφές
- κατοικία
- εστία
- αγρόκτημα
- δίπλα στο τζάκι
- κατοικία
- Εστία
- εστία
- μέγαρο
- μαξιλάρι
- τεταρτημόρια
- διαμονή
- καταφύγιο
- Καταλύματα
- πολυκατοικία
- εισιτήριο
- Πανσιόν
- κάστρο
- σαλέ
- Διαμέρισμα
- Διαμέρισμα
- εξοχικό
- Εστία
- Duplex
- κτήμα
- επίπεδος
- Φτηνό πανδοχείο
- αχυρώνας
- χασιέντα
- Αίθουσα
- ερημητήριο
- αγρόκτημα
- ποτό
- Τρέιλερ κατοικιών
- καλύβα, χαμόσπιτο
- καλύβα
- κατάλυμα
- πανσιόνας
- κατάλυμα
- Αρχοντικό
- Αρχοντικό
- Παπικό
- Κινητά σπίτια
- Καμπέρ
- φωλιά
- παλάτι
- παπάδικο
- Ρετιρέ
- Αγρόκτημα
- Ράντζο
- τροχόσπιτο
- Παπαδόσπιτο
- πανσιόν
- τροχόσπιτο
- σαλόνι
- Αλατιέρα
- ημι-
- καλύβα
- καλύβα
- σουίτα
- ενοικιαζόμενο διαμέρισμα
- πολυκατοικία
- Σπίτι πόλης
- μονοκατοικία
- ρυμουλκούμενο
- τρίπλεξ
- βίλα
- Περίπατος
- στρατόπεδο
- Σπιτάκι
- κάστρο
- δωμάτιο(α)
- Διαμερισμένος σε επίπεδα
- Σειρά σπιτιών
Nearest Words of lodging
Definitions and Meaning of lodging in English
lodging (n)
structures collectively in which people are housed
the state or quality of being lodged or fixed even temporarily
the act of lodging
lodging (p. pr. & vb. n.)
of Lodge
lodging (n.)
The act of one who, or that which, lodges.
A place of rest, or of temporary habitation; esp., a sleeping apartment; -- often in the plural with a singular meaning.
Abiding place; harbor; cover.
FAQs About the word lodging
διαμονή
structures collectively in which people are housed, the state or quality of being lodged or fixed even temporarily, the act of lodgingof Lodge, The act of one w
κατοικία,κατοικία,σπίτι,σπίτι,στέγαση,τόπος,κατοικία,στέγη,διαμέρισμα,μπανγκαλόου
εκτίναξη,έξωση
lodger => ενοικιαστής, lodgepole pine => Pinus contorta, lodgepole => πεύκο Lodgepole, lodgement => κατάλυμα, lodged => καταλύει,