Greek Meaning of quarters
τεταρτημόρια
Other Greek words related to τεταρτημόρια
- κατοικία
- κατοικία
- σπίτι
- σπίτι
- στέγαση
- διαμονή
- τόπος
- κατοικία
- στέγη
- διαμέρισμα
- μπανγκαλόου
- Καμπίνα
- Κกระทα
- ανασκαφές
- κατοικία
- εστία
- δίπλα στο τζάκι
- κατοικία
- Εστία
- εστία
- μέγαρο
- μαξιλάρι
- διαμονή
- καταφύγιο
- Καταλύματα
- πολυκατοικία
- εισιτήριο
- Πανσιόν
- κάστρο
- σαλέ
- Διαμέρισμα
- Διαμέρισμα
- εξοχικό
- Εστία
- Duplex
- κτήμα
- αγρόκτημα
- επίπεδος
- Φτηνό πανδοχείο
- αχυρώνας
- χασιέντα
- Αίθουσα
- ερημητήριο
- αγρόκτημα
- ρακή
- ποτό
- Τρέιλερ κατοικιών
- καλύβα, χαμόσπιτο
- καλύβα
- κατάλυμα
- πανσιόνας
- κατάλυμα
- Αρχοντικό
- Αρχοντικό
- Παπικό
- Κινητά σπίτια
- Καμπέρ
- φωλιά
- παλάτι
- παπάδικο
- Ρετιρέ
- Αγρόκτημα
- Ράντζο
- τροχόσπιτο
- Παπαδόσπιτο
- πανσιόν
- τροχόσπιτο
- σαλόνι
- Αλατιέρα
- ημι-
- καλύβα
- καλύβα
- σουίτα
- ενοικιαζόμενο διαμέρισμα
- πολυκατοικία
- Σπίτι πόλης
- μονοκατοικία
- ρυμουλκούμενο
- τρίπλεξ
- Παπαδοσπίτι
- βίλα
- Περίπατος
- στρατόπεδο
- Σπιτάκι
- κάστρο
- ΜακΜανσιόν
- δωμάτιο(α)
- Διαμερισμένος σε επίπεδα
- Σειρά σπιτιών
Nearest Words of quarters
- quarterpace => τέταρτο
- quarteroon => τεταρτογενής
- quarteron => Τεταρτοειδής
- quartern => τέταρτο γαλόνι
- quartermaster general => Αρχιστράτηγος
- quartermaster => υπαξιωματικός υλικού πολέμου / δεκανέας υλικού πολέμου
- quarterly => τριμηνιαίος
- quarterlight => παράθυρο
- quarterlies => τετραμηνιαία
- quartering => στρατωνισμός
- quarter-saw => Τεταρτοπρίονο
- quarterstaff => τεταρτοστάτης
- quarterstaves => quarterstaves
- quarter-tone => τέταρτο του τόνου
- quartervine => Κουαρτερέβανος
- quarter-vine => τέταρτο του αμπελιού
- quartet => κουαρτέτο
- quartette => τετραμελές φωνητικό σύνολο
- quartic => τεταρτοβάθμιος
- quartic polynomial => Τετραωνυμική εξίσωση
Definitions and Meaning of quarters in English
quarters (n)
housing available for people to live in
FAQs About the word quarters
τεταρτημόρια
housing available for people to live in
κατοικία,κατοικία,σπίτι,σπίτι,στέγαση,διαμονή,τόπος,κατοικία,στέγη,διαμέρισμα
εκτοξεύει,ξεσπιτώνει
quarterpace => τέταρτο, quarteroon => τεταρτογενής, quarteron => Τεταρτοειδής, quartern => τέταρτο γαλόνι, quartermaster general => Αρχιστράτηγος,