Greek Meaning of hearth
Εστία
Other Greek words related to Εστία
- κατοικία
- κατοικία
- σπίτι
- σπίτι
- στέγαση
- διαμονή
- τόπος
- κατοικία
- στέγη
- διαμέρισμα
- μπανγκαλόου
- Καμπίνα
- Κกระทα
- ανασκαφές
- κατοικία
- αγρόκτημα
- δίπλα στο τζάκι
- κατοικία
- εστία
- μέγαρο
- φωλιά
- μαξιλάρι
- τεταρτημόρια
- διαμονή
- καταφύγιο
- πολυκατοικία
- εισιτήριο
- Πανσιόν
- κάστρο
- σαλέ
- Διαμέρισμα
- Διαμέρισμα
- Εστία
- εστία
- Duplex
- κτήμα
- επίπεδος
- Φτηνό πανδοχείο
- αχυρώνας
- χασιέντα
- Αίθουσα
- ερημητήριο
- αγρόκτημα
- ποτό
- Τρέιλερ κατοικιών
- καλύβα, χαμόσπιτο
- καλύβα
- Κλουβί
- κατάλυμα
- πανσιόνας
- κατάλυμα
- Αρχοντικό
- Αρχοντικό
- Παπικό
- Κινητά σπίτια
- Καμπέρ
- παλάτι
- παπάδικο
- Ρετιρέ
- Αγρόκτημα
- Ράντζο
- τροχόσπιτο
- Παπαδόσπιτο
- πανσιόν
- τροχόσπιτο
- σαλόνι
- Αλατιέρα
- ημι-
- καλύβα
- καλύβα
- σουίτα
- ενοικιαζόμενο διαμέρισμα
- πολυκατοικία
- Σπίτι πόλης
- μονοκατοικία
- ρυμουλκούμενο
- τρίπλεξ
- Παπαδοσπίτι
- βίλα
- Περίπατος
- Καταλύματα
- στρατόπεδο
- Σπιτάκι
- κάστρο
- ΜακΜανσιόν
- δωμάτιο(α)
- Διαμερισμένος σε επίπεδα
- Σειρά σπιτιών
Nearest Words of hearth
Definitions and Meaning of hearth in English
hearth (n)
an open recess in a wall at the base of a chimney where a fire can be built
home symbolized as a part of the fireplace
an area near a fireplace (usually paved and extending out into a room)
hearth (n.)
The pavement or floor of brick, stone, or metal in a chimney, on which a fire is made; the floor of a fireplace; also, a corresponding part of a stove.
The house itself, as the abode of comfort to its inmates and of hospitality to strangers; fireside.
The floor of a furnace, on which the material to be heated lies, or the lowest part of a melting furnace, into which the melted material settles.
FAQs About the word hearth
Εστία
an open recess in a wall at the base of a chimney where a fire can be built, home symbolized as a part of the fireplace, an area near a fireplace (usually paved
κατοικία,κατοικία,σπίτι,σπίτι,στέγαση,διαμονή,τόπος,κατοικία,στέγη,διαμέρισμα
No antonyms found.
heartgrief => θλίψη, heartfelt => εγκάρδιος, heartening => ενθαρρυντικός, heartener => ενθαρρυντικός, hearten => ενθαρρύνω,