Greek Meaning of intrenching

Οχυρωμένος

Other Greek words related to Οχυρωμένος

Definitions and Meaning of intrenching in English

Webster

intrenching (p. pr. & vb. n.)

of Intrench

FAQs About the word intrenching

Οχυρωμένος

of Intrench

ενσωμάτωση,εμποτισμός,ίδρυση,ενσωμάτωση,ο οποίος επηρεάζει,εμφύτευση,εμπότισμα,διαμονή,θέση,ριζοβόληση

εξαλείφοντας,εξάλειψη,εκρίζωση,αποσπώντας,αποσύνδεσης,εκτόπιση,εκτίναξη,Απέλαση,Απομάκρυνση,ξεριζωμός

intrenched => οχυρωμένος, intrenchant => οχυρωμένος, intrench => κατασκηνώνω, intreatful => ικετευτικός, intreatance => αμοιβαία αυτεπαγωγή,