Greek Meaning of intreatful
ικετευτικός
Other Greek words related to ικετευτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intreatful
- intreatance => αμοιβαία αυτεπαγωγή
- intreatable => ανυπότακτος
- intreat => παρακαλώ
- intreasure => θησαυρός
- in-tray => εισερχόμενα
- intraventricular => ενδοκοιλιακός
- intravenously => ενδοφλέβια
- intravenous pyelography => Φλεβογραφία πυέλου
- intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία
- intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση
Definitions and Meaning of intreatful in English
intreatful (a.)
Full of entreaty.
FAQs About the word intreatful
ικετευτικός
Full of entreaty.
No synonyms found.
No antonyms found.
intreatance => αμοιβαία αυτεπαγωγή, intreatable => ανυπότακτος, intreat => παρακαλώ, intreasure => θησαυρός, in-tray => εισερχόμενα,