Greek Meaning of intraventricular
ενδοκοιλιακός
Other Greek words related to ενδοκοιλιακός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intraventricular
- intravenously => ενδοφλέβια
- intravenous pyelography => Φλεβογραφία πυέλου
- intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία
- intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση
- intravenous feeding => Ενδοφλέβια διατροφή
- intravenous drip => ενδοφλέβια έγχυση
- intravenous anesthetic => ενδοφλέβιο αναισθητικό
- intravenous => Ενδοφλέβιος
- intravasation => ενδοαγγειακή εισβολή
- intravalvular => ενδοβαλβιδικός
Definitions and Meaning of intraventricular in English
intraventricular (a)
within the system of ventricles in the brain
intraventricular (a.)
Within or between ventricles.
FAQs About the word intraventricular
ενδοκοιλιακός
within the system of ventricles in the brainWithin or between ventricles.
No synonyms found.
No antonyms found.
intravenously => ενδοφλέβια, intravenous pyelography => Φλεβογραφία πυέλου, intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία, intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση, intravenous feeding => Ενδοφλέβια διατροφή,