Greek Meaning of intravenous pyelography
Φλεβογραφία πυέλου
Other Greek words related to Φλεβογραφία πυέλου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intravenous pyelography
- intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία
- intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση
- intravenous feeding => Ενδοφλέβια διατροφή
- intravenous drip => ενδοφλέβια έγχυση
- intravenous anesthetic => ενδοφλέβιο αναισθητικό
- intravenous => Ενδοφλέβιος
- intravasation => ενδοαγγειακή εισβολή
- intravalvular => ενδοβαλβιδικός
- intrauterine => ενδομήτριος/-α/-ο
- intratropical => ενδοτροπικός
Definitions and Meaning of intravenous pyelography in English
intravenous pyelography (n)
performing pyelography with intravenous injection of a contrast medium
FAQs About the word intravenous pyelography
Φλεβογραφία πυέλου
performing pyelography with intravenous injection of a contrast medium
No synonyms found.
No antonyms found.
intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία, intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση, intravenous feeding => Ενδοφλέβια διατροφή, intravenous drip => ενδοφλέβια έγχυση, intravenous anesthetic => ενδοφλέβιο αναισθητικό,