Greek Meaning of intravenous drip
ενδοφλέβια έγχυση
Other Greek words related to ενδοφλέβια έγχυση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intravenous drip
- intravenous anesthetic => ενδοφλέβιο αναισθητικό
- intravenous => Ενδοφλέβιος
- intravasation => ενδοαγγειακή εισβολή
- intravalvular => ενδοβαλβιδικός
- intrauterine => ενδομήτριος/-α/-ο
- intratropical => ενδοτροπικός
- intrathoracic => ενδοθωρακικός
- intraterritorial => ενδοεδαφικός
- intrastate => ενδοκυκλικό
- intraspecific => ενδοειδικός
- intravenous feeding => Ενδοφλέβια διατροφή
- intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση
- intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία
- intravenous pyelography => Φλεβογραφία πυέλου
- intravenously => ενδοφλέβια
- intraventricular => ενδοκοιλιακός
- in-tray => εισερχόμενα
- intreasure => θησαυρός
- intreat => παρακαλώ
- intreatable => ανυπότακτος
Definitions and Meaning of intravenous drip in English
intravenous drip (n)
slow continuous drip introducing solutions intravenously (a drop at a time)
FAQs About the word intravenous drip
ενδοφλέβια έγχυση
slow continuous drip introducing solutions intravenously (a drop at a time)
No synonyms found.
No antonyms found.
intravenous anesthetic => ενδοφλέβιο αναισθητικό, intravenous => Ενδοφλέβιος, intravasation => ενδοαγγειακή εισβολή, intravalvular => ενδοβαλβιδικός, intrauterine => ενδομήτριος/-α/-ο,