Greek Meaning of intreatable
ανυπότακτος
Other Greek words related to ανυπότακτος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intreatable
- intreat => παρακαλώ
- intreasure => θησαυρός
- in-tray => εισερχόμενα
- intraventricular => ενδοκοιλιακός
- intravenously => ενδοφλέβια
- intravenous pyelography => Φλεβογραφία πυέλου
- intravenous pyelogram => Ενδοφλέβιος πυελογραφία
- intravenous injection => Ενδοφλέβια ένεση
- intravenous feeding => Ενδοφλέβια διατροφή
- intravenous drip => ενδοφλέβια έγχυση
Definitions and Meaning of intreatable in English
intreatable (a.)
Not to be entreated; inexorable.
FAQs About the word intreatable
ανυπότακτος
Not to be entreated; inexorable.
No synonyms found.
No antonyms found.
intreat => παρακαλώ, intreasure => θησαυρός, in-tray => εισερχόμενα, intraventricular => ενδοκοιλιακός, intravenously => ενδοφλέβια,