Greek Meaning of intricateness
πολυπλοκότητα
Other Greek words related to πολυπλοκότητα
Nearest Words of intricateness
Definitions and Meaning of intricateness in English
intricateness (n.)
The state or quality of being intricate; intricacy.
FAQs About the word intricateness
πολυπλοκότητα
The state or quality of being intricate; intricacy.
πολυπλοκότητα,Πολυπλοκότητα,πολυπλοκότητα,Επιπλοκή,εκτενής,πολυπλοκότητα,αναστροφή,Κόμπος,εκλέπτυνση,Επιπλοκή
Απλότητα,Απλούστευση,Ομοιογένεια,απλότητα,Απλότητα,ομοιομορφία
intricately => περίπλοκα, intricate => σύνθετο, intricacy => πολυπλοκότητα, intricacies => περιπλοκότητες, intricable => περίπλοκος,