Greek Meaning of simplification
Απλούστευση
Other Greek words related to Απλούστευση
- περίληψη
- περιορισμός
- συντόμευση
- εξορθολογισμός
- συντομογραφία
- συντόμευση
- επιτομή
- επιτομή
- Συμπύκνωση
- εγκλεισμός
- περίγραμμα
- Ανακεφαλαίωση
- επανάληψη
- επανάληψη
- Περίληψη
- περίληψη
- σύνοψη
- αφηρημένος
- βρεβιάριο
- σύντομος
- κάψουλα
- Συμπέρασμα
- Επισκόπηση
- χωνεύω
- Επίλογος
- επίλογος
- επίτομη
- Απογραφή
- περίληψη
- Ανακεφαλαίωση
- Βιογραφικό
- σύναξη
- τρέχω μέσα
- ερειπωμένος
- άθροισμα
- συνοψίζω
- άθροισμα
- περίληψη
- περίληψη
Nearest Words of simplification
Definitions and Meaning of simplification in English
simplification (n)
an explanation that omits superfluous details and reduces complexity
elimination of superfluous details
the act of reducing complexity
simplification (n.)
The act of simplifying.
FAQs About the word simplification
Απλούστευση
an explanation that omits superfluous details and reduces complexity, elimination of superfluous details, the act of reducing complexityThe act of simplifying.
περίληψη,περιορισμός,συντόμευση,εξορθολογισμός,συντομογραφία,συντόμευση,επιτομή,επιτομή,Συμπύκνωση,εγκλεισμός
ενίσχυση,διεύρυνση,επέκταση,συμπλήρωμα,παράρτημα
simplicity => Απλότητα, simplician => απλός, simplex => απλους, simpless => απλός, simpler => απλούστερος,