Greek Meaning of simpler

απλούστερος

Other Greek words related to απλούστερος

Definitions and Meaning of simpler in English

Webster

simpler (n.)

One who collects simples, or medicinal plants; a herbalist; a simplist.

FAQs About the word simpler

απλούστερος

One who collects simples, or medicinal plants; a herbalist; a simplist.

Γυμνός,απλός,φαλακρός,Καθαρός,οικιακός,ειλικρινής,σεμνός,ήσυχος,συγκρατημένος,σπαρτιατικός

στολισμένος,διακοσμημένος,φανταχτερός,εντυπωσιακός,χτυπητός,φανταχτερός,δυνατός,επιδεικτικός,επιδεικτικός,φανταχτερός

simpleness => Απλότητα, simple-minded => απλοϊκός, simple-hearted => απλοϊκός, simple sugar => Aπλό σάκχαρο, simple sentence => Απλή πρόταση,