Greek Meaning of embroidered

κεντημένος

Other Greek words related to κεντημένος

Definitions and Meaning of embroidered in English

Webster

embroidered (imp. & p. p.)

of Embroider

FAQs About the word embroidered

κεντημένος

of Embroider

λεπτομερής,διακοσμημένο,διευρυμένο,υπερβολικός,Μεγεθυσμένη,ενισχυμένος,τεντωμένος,φουσκωμένος,φουσκωμένο,Υπερμεγέθους

λογικός,ρεαλιστικός

embroider => κεντώ, embroglio => σύγχυση, embrocation => επίχρισμα, embrocating => τρίψιμο, embrocated => αλειμμένος,