Greek Meaning of embroidering
κέντημα
Other Greek words related to κέντημα
Nearest Words of embroidering
Definitions and Meaning of embroidering in English
embroidering (p. pr. & vb. n.)
of Embroider
FAQs About the word embroidering
κέντημα
of Embroider
γελοιογραφία,Χρωματισμός,κέντημα,βελτίωση,υπερβολή,stretching,Εκπόνηση,διακόσμηση,κατασκευή,υπερβολή
μείωση,_μείωση_,υποτίμηση,απαξίωση,Ελαχιστοποίηση,Κατάθλιψη
embroideries => κεντήματα, embroideress => Κεντήστρια, embroiderer => Κεντήτρια, embroidered => κεντημένος, embroider => κεντώ,