Greek Meaning of coloring
Χρωματισμός
Other Greek words related to Χρωματισμός
Nearest Words of coloring
- colorimetry => Χρωματομετρία
- colorimetrical => χρωματομετρικό
- colorimetric analysis => Χρωματογραφική ανάλυση
- colorimetric => χρωματομετρικός
- colorimeter => Χρωσιόμετρο
- colorful => πολύχρωμο
- colorfast => Ανθεκτικό χρώμα
- colored hearing => χρωματική ακοή
- colored audition => Έγχρωμοι κάστινγκ
- colored => έγχρωμος
Definitions and Meaning of coloring in English
coloring (n)
a digestible substance used to give color to food
a visual attribute of things that results from the light they emit or transmit or reflect
the act or process of changing the color of something
FAQs About the word coloring
Χρωματισμός
a digestible substance used to give color to food, a visual attribute of things that results from the light they emit or transmit or reflect, the act or process
χρώμα,Χρωστική ουσία,βαφή,Χρωστική,κηλίδα,βαφή,Απόχρωση,σκιά,Απόχρωση,απόχρωση
μείωση,_μείωση_,απαξίωση,Ελαχιστοποίηση,υποτίμηση,Κατάθλιψη
colorimetry => Χρωματομετρία, colorimetrical => χρωματομετρικό, colorimetric analysis => Χρωματογραφική ανάλυση, colorimetric => χρωματομετρικός, colorimeter => Χρωσιόμετρο,