FAQs About the word dye

βαφή

a usually soluble substance for staining or coloring e.g. fabrics or hair, color with dyeTo stain; to color; to give a new and permanent color to, as by the app

χρώμα,Χρωστική ουσία,Χρωματισμός,Χρωστική,κηλίδα,βαφή,Απόχρωση,σκιά,Απόχρωση,απόχρωση

χλωρίνη,ζεμάτισμα,αποχρωματίζω,λεύκανση

dybbuk => ντίμπουκ, dyaus-pitar => Δίας, dyaus => dyaus, dyas => βάση, dyarchy => δυαρχία,