Greek Meaning of brief
σύντομος
Other Greek words related to σύντομος
- περιεκτικός
- περίληψη
- αφοριστικός
- αμβλύς
- κάψουλα
- συμπαγής
- περιεκτικός
- Κροκαλένια
- σύντομος
- Ελλειπτικός
- επιγραμματικός
- λακωνικός
- μονοσύλλαβος
- περιεκτικός
- διδακτικός
- κοντός
- συντομευμένο
- σύντομο
- Τηλεγραφικός
- περιεκτικός
- εικονίδιο
- Συμπυκνωμένο
- συντομευμένος
- συντομευμένο
- ξαφνικός
- αποφθεγματικός
- απότομος
- απότομος
- ελλειπτικός
- ουσιαστικό
- κρεατώδης
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- περικομμένος
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of brief
Definitions and Meaning of brief in English
brief (n)
a document stating the facts and points of law of a client's case
a condensed written summary or abstract
brief (v)
give essential information to someone
brief (s)
of short duration or distance
concise and succinct
(of clothing) very short
brief (a.)
Short in duration.
Concise; terse; succinct.
Rife; common; prevalent.
A short concise writing or letter; a statement in few words.
An epitome.
An abridgment or concise statement of a client's case, made out for the instruction of counsel in a trial at law. This word is applied also to a statement of the heads or points of a law argument.
A writ; a breve. See Breve, n., 2.
brief (adv.)
Briefly.
Soon; quickly.
brief (n.)
A writ issuing from the chancery, directed to any judge ordinary, commanding and authorizing that judge to call a jury to inquire into the case, and upon their verdict to pronounce sentence.
A letter patent, from proper authority, authorizing a collection or charitable contribution of money in churches, for any public or private purpose.
brief (v. t.)
To make an abstract or abridgment of; to shorten; as, to brief pleadings.
FAQs About the word brief
σύντομος
a document stating the facts and points of law of a client's case, a condensed written summary or abstract, give essential information to someone, of short dura
περιεκτικός,περίληψη,αφοριστικός,αμβλύς,κάψουλα,συμπαγής,περιεκτικός,Κροκαλένια,σύντομος,Ελλειπτικός
ελικοειδής,διευρυμένο,μακρύς,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,φλύαρος,Ανεμώδης,μακροσκελής
brie cheese => Μπρι, brie => μπρι, bridoon => χαλινάρι, bridling => Χαλινάρι, bridler => χαλινός,