Greek Meaning of meaty
κρεατώδης
Other Greek words related to κρεατώδης
- συντομευμένος
- συντομευμένο
- ουσιαστικό
- ουσιαστικός
- Συμπυκνωμένο
- περικομμένος
- ξαφνικός
- αμβλύς
- απότομος
- απότομος
- περιεκτικός
- Ελλειπτικός
- επιγραμματικός
- μονοσύλλαβος
- περιεκτικός
- κοντός
- συντομευμένο
- σημαντικός
- σύντομο
- περιεκτικός
- αφοριστικός
- αποφθεγματικός
- σύντομος
- κάψουλα
- συμπαγής
- περιεκτικός
- Κροκαλένια
- σύντομος
- ελλειπτικός
- λακωνικός
- διδακτικός
- περίληψη
- Τηλεγραφικός
- εικονίδιο
- καλοδουλεμένος
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of meaty
Definitions and Meaning of meaty in English
meaty (a)
like or containing meat
meaty (s)
being on topic and prompting thought
meaty (a.)
Abounding in meat.
FAQs About the word meaty
κρεατώδης
like or containing meat, being on topic and prompting thoughtAbounding in meat.
συντομευμένος,συντομευμένο,ουσιαστικό,ουσιαστικός,Συμπυκνωμένο,περικομμένος,ξαφνικός,αμβλύς,απότομος,απότομος
ελικοειδής,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικός,φλύαρος,Ανεμώδης,μακροσκελής,περιφραστικός
meatuses => κρέατα, meatus => Πάροδος, meat-packing business => βιομηχανία συσκευασίας κρέατος, meatpacking => Συσκευασία κρέατος, meatotome => ουρηθροτόμος,