Greek Meaning of meaty

κρεατώδης

Other Greek words related to κρεατώδης

Definitions and Meaning of meaty in English

Wordnet

meaty (a)

like or containing meat

Wordnet

meaty (s)

being on topic and prompting thought

Webster

meaty (a.)

Abounding in meat.

FAQs About the word meaty

κρεατώδης

like or containing meat, being on topic and prompting thoughtAbounding in meat.

συντομευμένος,συντομευμένο,ουσιαστικό,ουσιαστικός,Συμπυκνωμένο,περικομμένος,ξαφνικός,αμβλύς,απότομος,απότομος

ελικοειδής,υπερβολικά ομιλητικός,περιπλάνηση,περιττός,επαναλαμβανόμενος,ταυτολογικός,φλύαρος,Ανεμώδης,μακροσκελής,περιφραστικός

meatuses => κρέατα, meatus => Πάροδος, meat-packing business => βιομηχανία συσκευασίας κρέατος, meatpacking => Συσκευασία κρέατος, meatotome => ουρηθροτόμος,