FAQs About the word meatless

χωρίς κρέας

lacking meatHaving no meat; without food.

κρέας,πουλερικά,παιχνίδι,Κόκκινο κρέας,Εντόσθια κρέατα

τοξίνη,Φαρμάκι,κατάρα

meatiness => κρεατοειδές, meathe => κρέας, meath => meath, meated => κρεατώδης, meat-eating => σαρκοφάγο,