Greek Meaning of putting
θέση
Other Greek words related to θέση
- κατάθεση
- τοποθέτηση
- εντοπισμός
- τοποθέτηση
- Τοποθέτηση στην αγορά
- κολλώδης
- εντοπίζοντας
- εκθρόνιση
- Διάθεση
- τοποθετώντας
- ίδρυση
- επιδιόρθωση
- μετακινούμενο
- στάθμευση
- φύτευση
- ρύθμιση
- χαστούκι
- ρύθμιση
- προσάρτηση
- αγκύρωση
- διάταξη
- συναρμολόγηση
- πρόσδεση
- φέροντας
- χειροκροτήματα
- συλλογή
- κρύβεται
- πλαταγίζοντας
- κλείδωμα
- διαμονή
- προσανατολιστικός
- Πλάνκινγκ
- αφήνω να πέσει
- παχουλός
- κατάταξη
- αναδιάταξη
- κατακάθιση
- μετατόπιση
- σφήνωση
- τοποθέτηση
- Διαμόρφωση θέσης στην αγορά
- πλονκινγκ
- χοροπηδώντας
- τσίμπωμα
- πέταγμα
- ουρά
- ουρά
- Αναδιατάκτωση
Nearest Words of putting
Definitions and Meaning of putting in English
putting (n)
hitting a golf ball that is on the green using a putter
FAQs About the word putting
θέση
hitting a golf ball that is on the green using a putter
κατάθεση,τοποθέτηση,εντοπισμός,τοποθέτηση,Τοποθέτηση στην αγορά,κολλώδης,εντοπίζοντας,εκθρόνιση,Διάθεση,τοποθετώντας
Απομάκρυνση,λήψη,µετακόμιση,μετατοπίζοντας,αντικαθιστώντας,εξορία,εκτόπιση,αντικατάσταση,υπερισχύων
putties => στοκαρίσματα, putterer => κουτσομπόλης, putter around => χαζολογώ, putter => Πάτερ, puttee => Επίδεσμος,