Greek Meaning of anchoring
αγκύρωση
Other Greek words related to αγκύρωση
Nearest Words of anchoring
Definitions and Meaning of anchoring in English
anchoring (p. pr. & vb. n.)
of Anchor
FAQs About the word anchoring
αγκύρωση
of Anchor
σφίξιμο,στερέωση,αγκυροβόλιο,προστασία,αλίευση,επιδιόρθωση,ωτο-στόπ,ρύθμιση,ενσωμάτωση,εμποτισμός
εξαγωγή,χαλάρωση,χαλαρός,τράβηγμα,ξεκούμπωμα,βραβείο,περίεργος,εκρίζωση,σχίζοντας (έξω),μη στερέωσης
anchor-hold => Αγκύρωση, anchoretism => Ερημ marromίτις, anchoretish => ερημίτης, anchoretical => Ερημιτικός, anchoretic => ερημίτης,