Greek Meaning of hitching

ωτο-στόπ

Other Greek words related to ωτο-στόπ

Definitions and Meaning of hitching in English

Webster

hitching (p. pr. & vb. n.)

of Hitch

FAQs About the word hitching

ωτο-στόπ

of Hitch

σπασμωδικός,Σε σπασμούς,τράβηγμα,σπασμός,σπασίματος,τραντάγματα,συγκρούοντας,αρπάζοντας,ανύψωση,ταρακούνημα

αποσπώντας,αποσύνδεσης,διαιρών,χωρισμό,διαχωρίζοντας,σχίση,απόσυνδεση,απόσπαση,σχίσιμο,αποσύνδεσης

hitchhiker => οτοστοπιστής, hitchhike => οτοστόπ, hitchel => χτένι για λινό, hitched => παντρεμένος, hitchcock => Χίτσκοκ,