Greek Meaning of jogging
Τζόκινγκ
Other Greek words related to Τζόκινγκ
- τρέξιμο
- τροχάδην
- σπριντ
- οριοθέτηση
- αριστοκρατικός
- καλπάζον
- βιαστικά
- βιαστικός
- άλμα
- αγώνας
- βιαστικός
- τρέχοντας
- βιαστικός
- παρακάμπτω
- υπερβολική ταχύτητα
- σκόνταμμα
- σκούτερ
- φερμουάρ
- δωδεκάδα
- βαρέλι
- ζώνη
- ανατίναξη
- φλεγόμενος
- φυσώντας
- κεραυνοβολία
- βομβαρδισμός
- μπόουλινγκ
- πολυσύχναστος
- βόμβος
- καλπάζω
- προσαράζω
- μάθημα
- άρον άρον
- hurling
- υπερβολικά γρήγορα
- γοργός
- ακροφύσια
- Καλπάζω
- τσίμπημα
- θόρυβος
- χαλάζι
- εμβολισμός
- σκίσιμο
- εκτοξευόμενος
- θρόισμα
- βύθιση
- Δάκρυα
- στροβιλιζόμενος
- χτύπημα
- αεράκι
- Τραγικός κανονιού
- βάση
- Ρέγγα
- Τρέχω
- αναπήδησης
- προχωρώντας
- με μεγέθυνση
Nearest Words of jogging
- joggle => σκούντημα
- joggled => τράνταγμα
- joggling => τράνταγμα
- johan august strindberg => Γιόχαν Αύγουστ Στρίντμπεργκ
- johan julius christian sibelius => Γιόχαν Γιούλιους Κρίστιαν Σιμπέλιους
- johan kepler => Γιοχάνες Κέπλερ
- johann bernoulli => Γιόχαν Μπερνούλι
- johann christoph friedrich von schiller => Γιόχαν Κρίστοφ Φρίντριχ φον Σίλερ
- johann eck => Γιόχαν Έκ
- johann friedrich herbart => Γιόχαν Φρίντριχ Χέρμπαρτ
Definitions and Meaning of jogging in English
jogging (n)
running at a jog trot as a form of cardiopulmonary exercise
jogging (p. pr. & vb. n.)
of Jog
jogging (n.)
The act of giving a jog or jogs; traveling at a jog.
FAQs About the word jogging
Τζόκινγκ
running at a jog trot as a form of cardiopulmonary exerciseof Jog, The act of giving a jog or jogs; traveling at a jog.
τρέξιμο,τροχάδην,σπριντ,οριοθέτηση,αριστοκρατικός,καλπάζον,βιαστικά,βιαστικός,άλμα,αγώνας
πλανόδιος,σέρνοντας,επίμονος,Περίπατος,ανακάτεμα,βολτάροντας,Έρπων,ερπετό,αναβάλλω,κωλυσιεργία
jogger => Τζόγκερ, jogged => έτρεχε, jog trot => Τροχάζω, jog => τρέξιμο, joffrey => Τζόφρεϊ,