Greek Meaning of cantering
καλπάζω
Other Greek words related to καλπάζω
- οριοθέτηση
- καλπάζον
- άλμα
- Καλπάζω
- παρακάμπτω
- τροχάδην
- αναπήδησης
- σπριντ
- δωδεκάδα
- ζώνη
- φλεγόμενος
- κεραυνοβολία
- προσαράζω
- μάθημα
- αριστοκρατικός
- άρον άρον
- hurling
- βιαστικά
- υπερβολικά γρήγορα
- Τζόκινγκ
- αγώνας
- τρέξιμο
- βιαστικός
- θρόισμα
- τρέχοντας
- υπερβολική ταχύτητα
- Δάκρυα
- σκόνταμμα
- φερμουάρ
- με μεγέθυνση
- βαρέλι
- ανατίναξη
- φυσώντας
- βομβαρδισμός
- μπόουλινγκ
- πολυσύχναστος
- βόμβος
- βιαστικός
- γοργός
- ακροφύσια
- τσίμπημα
- θόρυβος
- χαλάζι
- εμβολισμός
- σκίσιμο
- εκτοξευόμενος
- βιαστικός
- βύθιση
- στροβιλιζόμενος
- χτύπημα
- αεράκι
- Τραγικός κανονιού
- βάση
- Ρέγγα
- Τρέχω
- Τρέξιμο (με τα πόδια)
- σπεύδω
- Λεγκινγκς (it)
- σκούτερ
- προχωρώντας
Nearest Words of cantering
- cantering rhythm => Καντέρ
- cantharellus => Κανθαρέλλα
- cantharellus cibarius => Κανθαρέλα
- cantharellus cinnabarinus => Κανθαρέλλος της κανναβάρης
- cantharellus clavatus => Κανθαρέλλος ο σωληνοειδής
- cantharellus floccosus => Κοκκινόμουρ
- cantharidal => κανθαριδίνη
- cantharides => Κανθαρίδες
- cantharidin => κανθαριδίνη
- cantharis => Κανθαρίδα
Definitions and Meaning of cantering in English
cantering (a)
riding at a gait between a trot and a gallop
cantering (p. pr. & vb. n.)
of Canter
FAQs About the word cantering
καλπάζω
riding at a gait between a trot and a gallopof Canter
οριοθέτηση,καλπάζον,άλμα,Καλπάζω,παρακάμπτω,τροχάδην,αναπήδησης,σπριντ,δωδεκάδα,ζώνη
πλανόδιος,Έρπων,ερπετό,σέρνοντας,επίμονος,Περίπατος,κουτσός,ανακάτεμα,βολτάροντας,αναβάλλω
cantered => καλπάζω, canterbury tales => Οι ιστορίες του Κάντερμπερι, canterbury bell => καμπανούλα, canterbury => Καντέρμπερι, canter => καντέρ,