Greek Meaning of pelting

χαλάζι

Other Greek words related to χαλάζι

Definitions and Meaning of pelting in English

Wordnet

pelting (n)

anything happening rapidly or in quick successive

Webster

pelting (p. pr. & vb. n.)

of Pelt

Webster

pelting (a.)

Mean; paltry.

FAQs About the word pelting

χαλάζι

anything happening rapidly or in quick successiveof Pelt, Mean; paltry.

μπάσινγκ,Μπαταρία,Πήγε,ξύλο,ζώνη,αναπήδηση,Νυχτερινό κέντρο,Αποκαθήλωση,μαστίγωμα,σφυρηλάτηση

μη βία,ειρηνισμός,ειρηνισμός

peltiform => Πελτιφόρος, peltier's cross => Σταυρός του Πελτιέ, peltier effect => Φαινόμενο Πελτιέ, pelter => Κυνηγός, pelted => βομβαρδισμένος,