Greek Meaning of batting
Πήγε
Other Greek words related to Πήγε
- μπάσινγκ
- Μπαταρία
- ξύλο
- ζώνη
- αναπήδηση
- Νυχτερινό κέντρο
- Αποκαθήλωση
- μαστίγωμα
- σφυρηλάτηση
- βλάβη
- τραυματισμός
- κορδόνια
- επίθεση
- κωπηλασία
- χαλάζι
- χτύπημα
- φανταστικός
- ξυλοδαρμός
- χτυπώντας
- εκκωφαντικός
- Φαλαινοθηρία
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- κτύπημα
- ξυλοδαρμός
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- κάλτσα
- Βαρβαρότητα
- Ωμότητα
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- ζημιά
- ζημία
- Μανία
- θυμός
- πόνος
- ανικανότητα
- επίθεση
- εστία
- Εξοργισμός
- παροξυσμός
- οργή
- Μάστιγα
- εξέγερση
- ταραχή
- ρήξη
- αγριότητα
- σοκ
- καταιγίδα
- Τρόμος
- απειλή
- χάος
- αναταραχή
- αναταραχή
- πατώντας
- εκφοβισμός
- αναπηρικός
- δύναμη
- άτιμο παιχνίδι
- κήρυγμα
- ακρωτηριασμός
- χάος
- ακρωτηριασμός
- αναταραχή
- βία
Nearest Words of batting
- battery-powered => Τροφοδοτείται από μπαταρία
- battery-acid => Οξύ μπαταρίας
- battery charger => Φορτιστή μπαταρίας
- battery acid => οξύ μπαταρίας
- battery => Μπαταρία
- batter's box => Ζώνη του κρούστη
- battering-ram => κριός
- battering train => τραίνο σύγκρουσης
- battering ram => Κριός
- batteries => μπαταρίες
- batting average => μέσος όρος επιτυχίας στο στίβο
- batting cage => κλουβί χτύπηματος
- batting coach => Προπονητής μπατ
- batting glove => Γάντι του κτυπητή
- batting helmet => Κράνος του μπατινέρ
- batting order => σειρά κτυπήματος
- battle => μάχη
- battle born state => Battle Born State
- battle cruiser => Καταδρομικό μάχης
- battle cry => Πολεμική κραυγή
Definitions and Meaning of batting in English
batting (n)
(baseball) the batter's attempt to get on base
stuffing made of rolls or sheets of cotton wool or synthetic fiber
batting (p. pr. & vb. n.)
of Bat
batting (n.)
The act of one who bats; the management of a bat in playing games of ball.
Cotton in sheets, prepared for use in making quilts, etc.; as, cotton batting.
FAQs About the word batting
Πήγε
(baseball) the batter's attempt to get on base, stuffing made of rolls or sheets of cotton wool or synthetic fiberof Bat, The act of one who bats; the managemen
μπάσινγκ,Μπαταρία,ξύλο,ζώνη,αναπήδηση,Νυχτερινό κέντρο,Αποκαθήλωση,μαστίγωμα,σφυρηλάτηση,βλάβη
μη βία,ειρηνισμός,ειρηνισμός
battery-powered => Τροφοδοτείται από μπαταρία, battery-acid => Οξύ μπαταρίας, battery charger => Φορτιστή μπαταρίας, battery acid => οξύ μπαταρίας, battery => Μπαταρία,