Greek Meaning of thumping
χτυπώντας
Other Greek words related to χτυπώντας
- μπάσινγκ
- ξύλο
- ζώνη
- Νυχτερινό κέντρο
- Αποκαθήλωση
- μαστίγωμα
- σφυρηλάτηση
- επίθεση
- κωπηλασία
- χαλάζι
- χτύπημα
- φανταστικός
- ξυλοδαρμός
- εκκωφαντικός
- Φαλαινοθηρία
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- Μπαταρία
- Πήγε
- Ωμότητα
- αναπήδηση
- ζημιά
- ζημία
- Μανία
- θυμός
- βλάβη
- πόνος
- ανικανότητα
- τραυματισμός
- κορδόνια
- επίθεση
- εστία
- Εξοργισμός
- παροξυσμός
- οργή
- Μάστιγα
- εξέγερση
- ταραχή
- ρήξη
- αγριότητα
- σοκ
- Τρόμος
- απειλή
- χάος
- αναταραχή
- αναταραχή
- αναταραχή
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- κτύπημα
- ξυλοδαρμός
- κάλτσα
- πατώντας
- Βαρβαρότητα
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- αναπηρικός
- δύναμη
- άτιμο παιχνίδι
- κήρυγμα
- ακρωτηριασμός
- χάος
- ακρωτηριασμός
- καταιγίδα
- βία
Nearest Words of thumping
Definitions and Meaning of thumping in English
thumping (n)
a heavy dull sound (as made by impact of heavy objects)
thumping (s)
(used informally) very large
thumping (p. pr. & vb. n.)
of Thump
thumping (a.)
Heavy; large.
FAQs About the word thumping
χτυπώντας
a heavy dull sound (as made by impact of heavy objects), (used informally) very largeof Thump, Heavy; large.
μπάσινγκ,ξύλο,ζώνη,Νυχτερινό κέντρο,Αποκαθήλωση,μαστίγωμα,σφυρηλάτηση,επίθεση,κωπηλασία,χαλάζι
μη βία,ειρηνισμός,ειρηνισμός
thumper => χτυπούντι, thumped => χτύπησε, thump out => χτυπούν, thump => κτύπημα, thummim => Ουρίμ και Θουμμίμ,