Greek Meaning of whaling
Φαλαινοθηρία
Other Greek words related to Φαλαινοθηρία
- Βαρβαρότητα
- μπάσινγκ
- Μπαταρία
- Πήγε
- ξύλο
- ζώνη
- αναπήδηση
- Νυχτερινό κέντρο
- ζημιά
- ζημία
- Αποκαθήλωση
- μαστίγωμα
- Μανία
- θυμός
- σφυρηλάτηση
- βλάβη
- πόνος
- τραυματισμός
- κορδόνια
- επίθεση
- επίθεση
- εστία
- Εξοργισμός
- κωπηλασία
- χαλάζι
- χτύπημα
- Μάστιγα
- αγριότητα
- φανταστικός
- Τρόμος
- ξυλοδαρμός
- απειλή
- χτυπώντας
- αναταραχή
- μαστίγωμα
- ξυλοδαρμός
- ρόπαλο
- ραβδισμός
- ξυλοκοπάω
- ξυλοκόπημα
- εκφοβισμός
- Ωμότητα
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- ανικανότητα
- παροξυσμός
- οργή
- εξέγερση
- ταραχή
- ρήξη
- σοκ
- καταιγίδα
- χάος
- αναταραχή
- αναταραχή
- εκκωφαντικός
- κτύπημα
- ξυλοδαρμός
- κάλτσα
- βία
- πατώντας
- αναπηρικός
- δύναμη
- άτιμο παιχνίδι
- κήρυγμα
- ακρωτηριασμός
- χάος
- ακρωτηριασμός
Nearest Words of whaling
Definitions and Meaning of whaling in English
whaling (p. pr. & vb. n.)
of Whala
whaling (n.)
The hunting of whales.
whaling (a.)
Pertaining to, or employed in, the pursuit of whales; as, a whaling voyage; a whaling vessel.
FAQs About the word whaling
Φαλαινοθηρία
of Whala, The hunting of whales., Pertaining to, or employed in, the pursuit of whales; as, a whaling voyage; a whaling vessel.
Βαρβαρότητα,μπάσινγκ,Μπαταρία,Πήγε,ξύλο,ζώνη,αναπήδηση,Νυχτερινό κέντρο,ζημιά,ζημία
ειρηνισμός,μη βία,ειρηνισμός
whalesucker => φαλαινοπρίστης, whaler => φαλαινοθήρας, whalemen => φαλαινοθήρες, whaleman => φαλαινοθήρας, whaled => φάλαινα,