FAQs About the word whall

φάλαινα

A light color of the iris in horses; wall-eye.

No synonyms found.

No antonyms found.

whaling ship => Φαλαινοθηρικό πλοίο, whaling gun => Φαλαινοφόρο όπλο, whaling => Φαλαινοθηρία, whalesucker => φαλαινοπρίστης, whaler => φαλαινοθήρας,