FAQs About the word whaling ship

Φαλαινοθηρικό πλοίο

a ship engaged in whale fishing

No synonyms found.

No antonyms found.

whaling gun => Φαλαινοφόρο όπλο, whaling => Φαλαινοθηρία, whalesucker => φαλαινοπρίστης, whaler => φαλαινοθήρας, whalemen => φαλαινοθήρες,