Greek Meaning of whaleboat
φαλαινοθήρατο
Other Greek words related to φαλαινοθήρατο
- τραπεζίτης
- Φεριμποτ
- Φέρι
- Γόνδολα
- φορτηγό πλοίο
- αυτού
- γαριδοσυλλέκτης
- ταξί
- φαλαινοθήρας
- Εργατικό σκάφος
- Αερόστρωμνο
- φορτηγίδα
- Κόουμπλ
- κοχύλι
- Τράτα
- βράγχιαδικό αλιευτικό
- αερόστρωμνο
- καρίνα
- Ιστιοφόρο γιοτ με καρίνα
- χτένι
- Ρυμουλκό
- Τράτα
- Μπανιέρα
- Ρυμουλκό
- Θαλάσσιο ταξί
- Σκάφος εφόδου
- βοηθητικός
- Bumboat
- κόφτης
- σήμερα
- Υδροπτέρυγο
- υδροπλάνο
- Γλυκό νερό
- Σωστική λέμβος
- αναπτήρας
- Καΐκι
- Στενό σκάφος
- Πυραυλάκατος
- Ποταμόπλοιο
- τρυφερό
- Τορπιλακάτος
- Γιωλ
Nearest Words of whaleboat
Definitions and Meaning of whaleboat in English
whaleboat (n)
a long narrow boat designed for quick turning and use in rough seas
whaleboat (n.)
A long, narrow boat, sharp at both ends, used by whalemen.
FAQs About the word whaleboat
φαλαινοθήρατο
a long narrow boat designed for quick turning and use in rough seasA long, narrow boat, sharp at both ends, used by whalemen.
τραπεζίτης,Φεριμποτ,Φέρι,Γόνδολα,φορτηγό πλοίο,αυτού,γαριδοσυλλέκτης,ταξί,φαλαινοθήρας,Εργατικό σκάφος
No antonyms found.
whaleback => Kήτος με καμπούρα, whale sucker => Αναρροφός φαλαινών, whale shark => Φαλαινοκαρχαρίας, whale oil => Έλαιο φάλαινας, whale louse => Φθειρίαση,