Greek Meaning of workboat
Εργατικό σκάφος
Other Greek words related to Εργατικό σκάφος
- τραπεζίτης
- φορτηγίδα
- Κόουμπλ
- κοχύλι
- Τράτα
- Φεριμποτ
- Φέρι
- βράγχιαδικό αλιευτικό
- Γόνδολα
- φορτηγό πλοίο
- χτένι
- αυτού
- γαριδοσυλλέκτης
- ταξί
- Ρυμουλκό
- Τράτα
- Ρυμουλκό
- φαλαινοθήρατο
- φαλαινοθήρας
- Αερόστρωμνο
- κόφτης
- αερόστρωμνο
- καρίνα
- Ιστιοφόρο γιοτ με καρίνα
- Σωστική λέμβος
- Καΐκι
- τρυφερό
- Μπανιέρα
- Θαλάσσιο ταξί
- Γιωλ
- Σκάφος εφόδου
- βοηθητικός
- Bumboat
- σήμερα
- Υδροπτέρυγο
- υδροπλάνο
- Γλυκό νερό
- Εκτόξευση
- αναπτήρας
- Στενό σκάφος
- Πυραυλάκατος
- Ποταμόπλοιο
- Τορπιλακάτος
Nearest Words of workboat
- workableness => επεξεργασιμότητα
- workability => κατεργαστικότητα
- work camps => στρατόπεδα εργασίας
- work bag => τσάντα εργασίας
- work (over) => εργασία (πάρα πολύ)
- work (on) => δουλεύω (σε)
- work (for) => δουλεύω για
- work (at) => εργάζομαι σε/στην
- work (at or on) => εργασία (σε ή σε)
- wore to a frazzle => φθαρμένο
Definitions and Meaning of workboat in English
workboat
a boat used for work purposes (such as commercial fishing and ferrying supplies) rather than for sport or for passenger or naval service
FAQs About the word workboat
Εργατικό σκάφος
a boat used for work purposes (such as commercial fishing and ferrying supplies) rather than for sport or for passenger or naval service
τραπεζίτης,φορτηγίδα,Κόουμπλ,κοχύλι,Τράτα,Φεριμποτ,Φέρι,βράγχιαδικό αλιευτικό,Γόνδολα,φορτηγό πλοίο
No antonyms found.
workableness => επεξεργασιμότητα, workability => κατεργαστικότητα, work camps => στρατόπεδα εργασίας, work bag => τσάντα εργασίας, work (over) => εργασία (πάρα πολύ),