Greek Meaning of work (over)
εργασία (πάρα πολύ)
Other Greek words related to εργασία (πάρα πολύ)
- νυχτερίδα
- Ζύμη
- ρυθμός
- κάνω
- κρύβω
- χτύπημα
- χτυπάω
- Μάστιγα
- Γούνα
- λίρα
- γροθιά
- Χαστούκι
- κτύπημα
- μαστίγιο
- διάτρηση
- bash
- Περιχύνω
- υπογραμμίζω
- ζώνη
- Σημύδα
- ρόπαλο
- κουτί
- Μπουφές
- κόβω
- κλαμπ
- ρωγμή
- κάρυ
- ψέμα
- μαστίγιο
- σφυρί
- Δαντέλα
- λοιδορώ
- επικρίνω
- αφρός
- μαυλί
- Κουπί
- σφαιρίδιο
- χτυπάω
- επιδρομή
- χτύπημα
- Πλάκα
- Σλόγκαν
- χαστούκι
- συντρίβω
- Ξύλο
- καταιγίδα
- σάρωση
- διακόπτης
- μαυρισμένος
- θράσι
- αλωνίζω
- σάλπιγγα
- Ράπισμα
- χτύπημα
- φάλαινα
- ουάπ
- πληγή
- φράζω
- κατεβαίνω (πάνω ή πάνω)
- πήδα (σε)
- βάζω πάνω
- χάος (πάνω)
- τραχύς (πάνω)
- περικυκλωμένος
- μπλακτζακ
- προτομή
- μπαστούνι
- δείρω
- επιρροή
- Δέρμα αγελάδας
- ρόπαλο
- μανσέτα
- μαστιγωτό
- μαστιγώνω
- αίμα
- μαστίγιο
- σκίζω
- λάμδα
- Δέρμα
- επικόλληση
- ωμό δέρμα
- βιασύνη
- μάστιγα
- κάλτσα
- Ιμάντας
- SWAT
- χτύπημα
- whou
- θόρυβος
Nearest Words of work (over)
- work bag => τσάντα εργασίας
- work camps => στρατόπεδα εργασίας
- workability => κατεργαστικότητα
- workableness => επεξεργασιμότητα
- workboat => Εργατικό σκάφος
- workboats => Εργατικά σκάφη
- worked (at) => δούλεψε σε
- worked (for) => εργάστηκε (για)
- worked (on) => εργάστηκε (σε)
- worked (over) => δούλεψε (πάνω)
Definitions and Meaning of work (over) in English
work (over)
to do over, to beat up or manhandle with thoroughness, to subject to thorough examination, study, or treatment
FAQs About the word work (over)
εργασία (πάρα πολύ)
to do over, to beat up or manhandle with thoroughness, to subject to thorough examination, study, or treatment
νυχτερίδα,Ζύμη,ρυθμός,κάνω,κρύβω,χτύπημα,χτυπάω,Μάστιγα,Γούνα,λίρα
No antonyms found.
work (on) => δουλεύω (σε), work (for) => δουλεύω για, work (at) => εργάζομαι σε/στην, work (at or on) => εργασία (σε ή σε), wore to a frazzle => φθαρμένο,