FAQs About the word lay on

βάζω πάνω

attack entry 1 sense 1, beat, hire, provide, arrange, attack, beat, hand out, to apply by or as if by spreading on a surface

εφαρμόζω,τοποθετώ,Μουντζούρα,διαδίδω,Παλτό,στρώμα,φύλλο,αλείφω,λερώνω,Δυσφημώ

εκθέτω,Λωρίδα,αποκαλύπτουν,Γυμνός,ξεφλουδίζω

lay off (of) => απολύω, lay low => κρυφτείτε , lay hold of => καταλαμβάνω, lay by => αφήνω στην άκρη, lay an egg => γεννώ αυγό,