Greek Meaning of layaway
αγορά με δόσεις
Other Greek words related to αγορά με δόσεις
- ξαπλώνω
- αποθηκεύω
- αποδίδω
- κρυψώνα
- κατάστημα
- αφήνω στην άκρη
- βάζω στην άκρη
- συσσωρεύω
- Αποκτώ
- κρυφή μνήμη
- συλλέγω
- διατηρώ
- κατάθεση
- συγκεντρώνω
- θησαυρός
- κρατάω
- σωρός
- διατηρώ
- Στρογγυλοποίηση
- αποταμιεύω
- αποθήκευση
- απόθεμα
- αποθηκεύω
- θησαυρός
- ξύνω (μαζί)
- εξοικονόμηση
- συσσωρεύω
- συναρμολογώ
- τράπεζα
- θάβω
- κρύβω
- Συμπύκνωμα
- θερίζω
- στοίβα
- κρατώ
- σύζυγος
- παραλαμβάνω
- εφεδρεία
- διατηρώ
- εκκρίνω
- Στοίβα
- απόθεμα
- παρακράτηση
- ορισμένο από
Nearest Words of layaway
Definitions and Meaning of layaway in English
layaway
a purchasing agreement by which a seller agrees to hold merchandise on which a deposit has been made until the price is paid in full by the buyer, a purchasing agreement by which a retailer agrees to hold merchandise secured by a deposit until the price is paid in full by the customer, to put aside for future use or delivery
FAQs About the word layaway
αγορά με δόσεις
a purchasing agreement by which a seller agrees to hold merchandise on which a deposit has been made until the price is paid in full by the buyer, a purchasing
ξαπλώνω,αποθηκεύω,αποδίδω,κρυψώνα,κατάστημα,αφήνω στην άκρη,βάζω στην άκρη,συσσωρεύω,Αποκτώ,κρυφή μνήμη
καστ,καταναλίσκω,απορρίπτω,Τάφρος,χωματερή,διανέμω,Παραδώσω,πετάω,εκφόρτωση,εξαντλώ
lay siege to => πολιορκώ, lay readers => λαϊκοί αναγνώστες, lay on => βάζω πάνω, lay off (of) => απολύω, lay low => κρυφτείτε ,