Greek Meaning of laying off
απόλυση
Other Greek words related to απόλυση
- διακοπή
- παύοντας
- κόβοντας
- κόψιμο
- τέλος
- ανακοπή
- διακοπή καπνίσματος
- στάση
- χωρίζοντας
- παράδοση
- χτυπώντας
- παύω
- συσκευασία
- απενεργοποίηση
- σπάσιμο
- κονσερβοποίηση
- έλεγχος
- τελικός
- καθυστέρηση
- διακοπή
- πτώση
- φινίρισμα
- κλείσιμο (κλείσιμο)
- Αποποίηση (από)
- έχοντας κάνει με
- συγκράτηση
- βάζω τέλος σε κάτι
- αναστολή
- επιστροφή
- κατάργηση
- συναρπαστικός
- Αποκλεισμός
- αποκλεισμός
- κλήση
- ολοκλήρωση
- καταδικαστικός
- Καταστροφικός
- κράτηση
- διαλυτικός
- εμποδίζοντας
- κατοχή
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- παύση
- καταστροφική
- βύθιση
- Υποανάπτυξη
- Διακοπή (μαθημάτων)
- φρενάρισμα
- Σφίξιμο
- απενεργοποίηση
- εμποδίζοντας
- περιορισμός (σε)
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- σφράγιση
- διαμονή
- Ριζοποίηση
- κατασταλτικός
Nearest Words of laying off
Definitions and Meaning of laying off in English
laying off
the act of laying off an employee or a workforce, shutdown, the act of laying off an employee or a work force, to stop doing or taking something, to cease to employ (a worker) often temporarily, to stop employing (a person) often temporarily, to mark or measure off, a period of inactivity or idleness, to place all or part of (an accepted bet) with another bookie to reduce the risk, avoid, quit, to leave undisturbed, to refrain from swinging at (a pitch), a period during which there is no activity, to leave one alone
FAQs About the word laying off
απόλυση
the act of laying off an employee or a workforce, shutdown, the act of laying off an employee or a work force, to stop doing or taking something, to cease to em
διακοπή,παύοντας,κόβοντας,κόψιμο,τέλος,ανακοπή,διακοπή καπνίσματος,στάση,χωρίζοντας,παράδοση
συνεχόμενος,συνεχίζοντας,Τήρηση,εκτελείται σε,προελαύνοντας,διαδικασία,παρακολούθηση (με),προοδευτικός,ενεργοποιημένος,οδήγηση
laying into => βάζοντας, laying in => laying in, laying eyes on => ρίχνω μια ματιά σε, laying down => ξαπλωμένος, laying by => στοίβαγμα,