Greek Meaning of packing (up or in)

συσκευασία

Other Greek words related to συσκευασία

Definitions and Meaning of packing (up or in) in English

packing (up or in)

No definition found for this word.

FAQs About the word packing (up or in)

συσκευασία

διακοπή,παύοντας,κόβοντας,κόψιμο,τέλος,ανακοπή,διακοπή καπνίσματος,στάση,χωρίζοντας,παράδοση

συνεχόμενος,συνεχίζοντας,Τήρηση,εκτελείται σε,προελαύνοντας,διαδικασία,παρακολούθηση (με),προοδευτικός,ενεργοποιημένος,οδήγηση

packing (off) => συσκευασία (εκτός), packhorses => υποζύγια, packets => πακέτα, packed (up or off) => γεμάτη (προς τα επάνω ή προς τα έξω), packed (up or in) => γεμάτο (σε συσκευασία),