Greek Meaning of actuating
ενεργοποιημένος
Other Greek words related to ενεργοποιημένος
- ενεργοποίηση
- οδήγηση
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- φόρτιση
- απόλυση
- καύσιμο
- δημιουργώντας
- μετακινούμενο
- προκλητικός
- ωθώντας
- τρέξιμο
- αρχή
- εκκίνηση (πάνω)
- τροφοδοσία
- ρύθμιση
- αφής
- ενεργοποίηση
- Επιταχυνόμενος
- διεγερτικός
- εκφόρτωση
- ηλεκτριστικό
- ενεργειακός
- συναρπαστικός
- υποκινητικός
- υποκινητικός
- εκκίνηση
- επιτάχυνση
- Απελευθέρωση
- διεγερτικό
- εναλλαγή
- σκόνταμμα
- ζωοποιητικό
- καταλυτικός
- Ανταμείβω
- κλότσημα
- ενεργοποίηση
- επαναφόρτιση
- Επιτάχυνση
- αύξηση
- Αναδεύοντας
- στροφή
Nearest Words of actuating
Definitions and Meaning of actuating in English
actuating (s)
causing motion or action or change
actuating (p. pr. & vb. n.)
of Actuate
FAQs About the word actuating
ενεργοποιημένος
causing motion or action or changeof Actuate
ενεργοποίηση,οδήγηση,σπινθήρας,σκανδάλη,φόρτιση,απόλυση,καύσιμο ,δημιουργώντας,μετακινούμενο,προκλητικός
συναρπαστικός,έλεγχος,Κοπή,κόψιμο,κολλώδης,στάση,φρενάρισμα,απενεργοποίηση,απενεργοποιώ,κόβοντας
actuated => ενεργοποιημένος, actuate => ενεργοποιώ, actuary => Αναλογιστής, actuaries => αναλογιστές, actuarial table => Πίνακας θνησιμότητας,