FAQs About the word acturience

ντροπαλότητα

Tendency or impulse to act.

No synonyms found.

No antonyms found.

acture => ηθοποιός, actuosity => επικαιρότητα, actuose => ενεργός, actuator => ενεργοποιητής, actuation => Ενεργοποίηση,