FAQs About the word actuator

ενεργοποιητής

a mechanism that puts something into automatic actionOne who actuates, or puts into action.

κουμπί,πόμολο,μόχλος,διακόπτης,ελεγκτής,καντράν,κλειδί,κουμπί,ρυθμισтель,επιλογέας

No antonyms found.

actuation => Ενεργοποίηση, actuating => ενεργοποιημένος, actuated => ενεργοποιημένος, actuate => ενεργοποιώ, actuary => Αναλογιστής,