Greek Meaning of fuelling
Ανταμείβω
Other Greek words related to Ανταμείβω
- φόρτιση
- ηλεκτριστικό
- ενεργειακός
- απόλυση
- δημιουργώντας
- ωθώντας
- τροφοδοσία
- σκανδάλη
- Επιταχυνόμενος
- ενεργοποίηση
- ενεργοποιημένος
- διεγερτικός
- εκφόρτωση
- οδήγηση
- συναρπαστικός
- υποκινητικός
- εκκίνηση
- μετακινούμενο
- προκλητικός
- Απελευθέρωση
- τρέξιμο
- αρχή
- διεγερτικό
- εναλλαγή
- σκόνταμμα
- εκκίνηση (πάνω)
- κλότσημα
- ενεργοποίηση
- επαναφόρτιση
- ρύθμιση
- σπινθήρας
- αφής
- ενεργοποίηση
- στροφή
- υποκινητικός
- επιτάχυνση
- ζωοποιητικό
- καταλυτικός
- Βοήθημα εκκίνησης
- εκκίνηση
- Επιτάχυνση
- αύξηση
- Αναδεύοντας
Nearest Words of fuelling
Definitions and Meaning of fuelling in English
fuelling
nutritive material, to provide with fuel, support, stimulate, a source of sustenance or incentive, a material from which atomic energy can be produced especially in a reactor, to supply with or take in fuel, a material used to produce heat or power by burning, a source of energy, a material from which atomic energy can be liberated especially in a reactor, to take in fuel
FAQs About the word fuelling
Ανταμείβω
nutritive material, to provide with fuel, support, stimulate, a source of sustenance or incentive, a material from which atomic energy can be produced especiall
φόρτιση,ηλεκτριστικό,ενεργειακός,απόλυση,δημιουργώντας,ωθώντας,τροφοδοσία,σκανδάλη,Επιταχυνόμενος,ενεργοποίηση
έλεγχος,Κοπή,κόψιμο,κολλώδης,στάση,απενεργοποίηση,απενεργοποιώ,συναρπαστικός,κόβοντας,ανακοπή
fuelled => τροφοδοτούμενος, fuehrer => Φύρερ, fudges => Φάτζις, fuddy-duddies => Συντηρητικοί, fry-up => Τηγανητά,