Greek Meaning of kicking over
κλότσημα
Other Greek words related to κλότσημα
- εκκίνηση (πάνω)
- ρύθμιση
- αφής
- ενεργοποίηση
- στροφή
- ενεργοποίηση
- ενεργοποιημένος
- φόρτιση
- οδήγηση
- ηλεκτριστικό
- ενεργειακός
- απόλυση
- καύσιμο
- δημιουργώντας
- εκκίνηση
- μετακινούμενο
- ωθώντας
- τρέξιμο
- αρχή
- εναλλαγή
- σκόνταμμα
- Ανταμείβω
- τροφοδοσία
- σπινθήρας
- Επιτάχυνση
- αύξηση
- Αναδεύοντας
- σκανδάλη
- Επιταχυνόμενος
- διεγερτικός
- εκφόρτωση
- συναρπαστικός
- υποκινητικός
- υποκινητικός
- προκλητικός
- επιτάχυνση
- Απελευθέρωση
- διεγερτικό
- ζωοποιητικό
- καταλυτικός
- Βοήθημα εκκίνησης
- εκκίνηση
- ενεργοποίηση
- επαναφόρτιση
Nearest Words of kicking over
- kicking out => κλωτσώντας έξω
- kicking off => αρχίζοντας
- kicking in => ξεκινώντας
- kicking back => χαλαρώνει
- kicking around => κλωτσώντας γύρω
- kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα)
- kicking (about) => κλωτσώντας
- kickers => κίκερς
- kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες
- kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο
- kicking over the traces => Ξεφεύγω από τα όριά μου
- kicking the bucket => κλωτσώ τον κουβά
- kicking up a fuss => Κάνω φασαρία
- kicking up a stink => Κάνω φασαρία
- kicking up one's heels => σηκώνοντας τα τακούνια
- kickoffs => εκκινήσεις
- kicks => κλωτσιές
- kicks in => Ισχύει
- kicks off => ξεκινάει
- kicks the bucket => πεθαίνει
Definitions and Meaning of kicking over in English
kicking over
to begin to fire, turn over sense 1b
FAQs About the word kicking over
κλότσημα
to begin to fire, turn over sense 1b
εκκίνηση (πάνω),ρύθμιση,αφής,ενεργοποίηση,στροφή,ενεργοποίηση,ενεργοποιημένος,φόρτιση,οδήγηση,ηλεκτριστικό
έλεγχος,Κοπή,κόβοντας,κόψιμο,σχέδιο,απενεργοποίηση,απενεργοποιώ,συναρπαστικός,ανακοπή,εμπλοκή
kicking out => κλωτσώντας έξω, kicking off => αρχίζοντας, kicking in => ξεκινώντας, kicking back => χαλαρώνει, kicking around => κλωτσώντας γύρω,