Greek Meaning of kicking (about)

κλωτσώντας

Other Greek words related to κλωτσώντας

Definitions and Meaning of kicking (about) in English

kicking (about)

No definition found for this word.

FAQs About the word kicking (about)

κλωτσώντας

(αντιρρησίας (προς)),διαμαρτυρόμενος,Καταπολέμηση,αμφίβολος,αντίθετος,αντιστάμενο,απαιτητικός,καταπολέμηση,διαγωνιζόμενος,μάχη

Αποδεκτός,πιστεύων,υπερασπίζοντας,Αγκαλιάζει,προώθηση,υποστηρίζων,Κατάποση,υπεράσπιση,υποστήριξη,ανθεκτικός

kickers => κίκερς, kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες, kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο, kicked up a fuss => Έκανε φασαρία, kicked the bucket => κλώτσησε τον κουβά,