Greek Meaning of kicked the bucket
κλώτσησε τον κουβά
Other Greek words related to κλώτσησε τον κουβά
- πέθανε
- έπεσε
- πέθανε
- πέθανε
- δαγκώνω τη σκόνη
- το αγόρασε
- Πέθανε
- ελέγχθη
- κουρασμένος (έξω)
- αποθανών
- ενοικιασμένος
- αποθανών
- Εξαφανίστηκε
- έπεσε
- τελείωσε
- βγήκε
- ληγμένο
- ξεθωριασμένος
- παρέδωσε το πνεύμα
- έχει ξεκινήσει
- ξεκίνησε
- χωρισμένοι
- Προσηλωμένος
- νεκρός
- ξεπήδησε
- σβήστηκε
- Βγήκε
- υπέκυψε
- πήγε
- καταναλώνεται
- πέθανε
- ξεραμένος
- απέτυχε
- επίπεδος
- Προαποβιώσας
Nearest Words of kicked the bucket
- kicked up a fuss => Έκανε φασαρία
- kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο
- kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες
- kickers => κίκερς
- kicking (about) => κλωτσώντας
- kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα)
- kicking around => κλωτσώντας γύρω
- kicking back => χαλαρώνει
- kicking in => ξεκινώντας
- kicking off => αρχίζοντας
Definitions and Meaning of kicked the bucket in English
kicked the bucket
to run at a faster speed during the last part of a race, to strike out with the foot or feet, to remove from a position or status, to make a kick in football, to show opposition, to strike suddenly and forcefully as if with the foot, to function with vitality and energy, complain, to go from one place to another as circumstance or whim dictates, to strike, thrust, or hit with the foot, to remove by a kicking motion, to protest strenuously or urgently, to recoil when fired
FAQs About the word kicked the bucket
κλώτσησε τον κουβά
to run at a faster speed during the last part of a race, to strike out with the foot or feet, to remove from a position or status, to make a kick in football, t
πέθανε,έπεσε,πέθανε,πέθανε,δαγκώνω τη σκόνη,το αγόρασε,Πέθανε,ελέγχθη,κουρασμένος (έξω),αποθανών
ανέπνεε,ήρθε στην,ζούσε,αναβίωσε,υπήρχε,έμεινε,ήμουν, ήσουν, ήταν,άνθισε,ευημερώ,υπήρχε
kicked over the traces => βγαίνει εκτός ελέγχου, kicked over => κλώτσησα, kicked out => πεταμένος έξω, kicked off => ξεκίνησε, kicked in => έχει ξεκινήσει,