Greek Meaning of kicking in
ξεκινώντας
Other Greek words related to ξεκινώντας
Nearest Words of kicking in
- kicking back => χαλαρώνει
- kicking around => κλωτσώντας γύρω
- kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα)
- kicking (about) => κλωτσώντας
- kickers => κίκερς
- kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες
- kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο
- kicked up a fuss => Έκανε φασαρία
- kicked the bucket => κλώτσησε τον κουβά
- kicked over the traces => βγαίνει εκτός ελέγχου
- kicking off => αρχίζοντας
- kicking out => κλωτσώντας έξω
- kicking over => κλότσημα
- kicking over the traces => Ξεφεύγω από τα όριά μου
- kicking the bucket => κλωτσώ τον κουβά
- kicking up a fuss => Κάνω φασαρία
- kicking up a stink => Κάνω φασαρία
- kicking up one's heels => σηκώνοντας τα τακούνια
- kickoffs => εκκινήσεις
- kicks => κλωτσιές
Definitions and Meaning of kicking in in English
kicking in
start sense 2, to begin operating or having an effect, contribute sense 1, contribute, to make a contribution, die
FAQs About the word kicking in
ξεκινώντας
start sense 2, to begin operating or having an effect, contribute sense 1, contribute, to make a contribution, die
συμβάλλοντα,Συνεισφέρειν,δωρίζω,συνεισφορά,έχοντας τα μέσα,απονέμοντας,απονέμοντας,χορηγία,(διανέμοντας) διανέμοντας,Επίπλωση
αναπνοή,ερχόμενος σε,ζωντανό,(είναι),υπαρκτό,επίμονος,αναβιωτικό,ακμάζων,υποβαλλόμενος
kicking back => χαλαρώνει, kicking around => κλωτσώντας γύρω, kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα), kicking (about) => κλωτσώντας, kickers => κίκερς,