Greek Meaning of kicking in

ξεκινώντας

Other Greek words related to ξεκινώντας

Definitions and Meaning of kicking in in English

kicking in

start sense 2, to begin operating or having an effect, contribute sense 1, contribute, to make a contribution, die

FAQs About the word kicking in

ξεκινώντας

start sense 2, to begin operating or having an effect, contribute sense 1, contribute, to make a contribution, die

συμβάλλοντα,Συνεισφέρειν,δωρίζω,συνεισφορά,έχοντας τα μέσα,απονέμοντας,απονέμοντας,χορηγία,(διανέμοντας) διανέμοντας,Επίπλωση

αναπνοή,ερχόμενος σε,ζωντανό,(είναι),υπαρκτό,επίμονος,αναβιωτικό,ακμάζων,υποβαλλόμενος

kicking back => χαλαρώνει, kicking around => κλωτσώντας γύρω, kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα), kicking (about) => κλωτσώντας, kickers => κίκερς,