Greek Meaning of kicking out
κλωτσώντας έξω
Other Greek words related to κλωτσώντας έξω
- εξορία
- booting (out)
- απέλαση
- καταδίωξη
- απορρίπτω
- τύμπανο (έξω)
- εκτίναξη
- Απέλαση
- Το σκάω
- εκτινάσσοντας
- αποδεικνύονται
- ανάκαμψη
- έξωση
- Έκθλιψη
- απόλυση
- δίνοντας σε κάποιον την πύλη
- ανατροπή
- εκδρομή
- ανάγνωση δυνατά
- Απομάκρυνση
- δρομολόγηση
- απόλυση
- αποστολή συσκευασίας
- αποκλεισμός
- γκαζόν
- τσεκούρι
- κονσερβοποίηση
- στέρηση
- απέλαση
- εκφόρτωση
- μετατοπίζοντας
- στέρηση ιδιοκτησίας
- εξορία
- παλιννοστών
- αποστράτευση
- οστρακισμός
- απολύω
- Απελευθέρωση
- συνταξιοδότηση
- καταληκτικός
Nearest Words of kicking out
- kicking off => αρχίζοντας
- kicking in => ξεκινώντας
- kicking back => χαλαρώνει
- kicking around => κλωτσώντας γύρω
- kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα)
- kicking (about) => κλωτσώντας
- kickers => κίκερς
- kicked up one's heels => σήκωσε φτέρνες
- kicked up a stink => Προκάλεσε σάλο
- kicked up a fuss => Έκανε φασαρία
- kicking over => κλότσημα
- kicking over the traces => Ξεφεύγω από τα όριά μου
- kicking the bucket => κλωτσώ τον κουβά
- kicking up a fuss => Κάνω φασαρία
- kicking up a stink => Κάνω φασαρία
- kicking up one's heels => σηκώνοντας τα τακούνια
- kickoffs => εκκινήσεις
- kicks => κλωτσιές
- kicks in => Ισχύει
- kicks off => ξεκινάει
Definitions and Meaning of kicking out in English
kicking out
to dismiss or eject forcefully or summarily
FAQs About the word kicking out
κλωτσώντας έξω
to dismiss or eject forcefully or summarily
εξορία,booting (out),απέλαση,καταδίωξη,απορρίπτω,τύμπανο (έξω),εκτίναξη,Απέλαση,Το σκάω,εκτινάσσοντας
Αποδεκτός,παραδεχόμενοι,λήψη,λήψη,παραλαμβάνω,φιλόξενος,Διασκεδαστικό,που κρύβει,διαμονή,καταφύγιο
kicking off => αρχίζοντας, kicking in => ξεκινώντας, kicking back => χαλαρώνει, kicking around => κλωτσώντας γύρω, kicking (off) => εκκίνηση (λάκτισμα),