FAQs About the word deforcing

στέρηση

of Deforce

επίπλωση,στέρηση ιδιοκτησίας,έξωση,απόσυρση,στερητικός,αποκλήρωση,αποεπένδυση,απαλλοτριώνοντας,ανατροπή,ανάληψη

No antonyms found.

deforciation => παραμόρφωση, deforciant => κατηγορούμενος, deforceor => αποστερητής, deforcement => βία, deforced => αποτιμημένος,