FAQs About the word depriving

στερητικός

of Deprive

απόσυρση,πενθών,αποεπένδυση,μειούμενου,χρεωκοπία,εξαπάτηση,καθαρισμός,Απάτη,αποψίλωση,εξαθλιωτικός

διορισμός,βαπτίζοντας,στέψη,εκλογές,ενθρόνιση,εγκαινιάζοντας,επάγοντας,έναρξη,εγκατάσταση,επενδύσεις

depriver => στερώ, deprivement => στέρηση, deprived => στερημένος, deprive => στερώ, deprivation => στέρηση,