Greek Meaning of depriment
καταθλιπτικός
Other Greek words related to καταθλιπτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of depriment
- depressurize => αποσυμπιέζω
- depressurise => αποσυμπίεση
- depressor nerve => ν. δεσμός (n.)
- depressor muscle => Καταθλιπτικός μυς
- depressor => καταθλιπτικό
- depressomotor => καταθλιπτικός
- depressive disorder => Καταθλιπτική διαταραχή
- depressive => καταθλιπτικός
- depression => κατάθλιψη
- depressingly => καταθλιπτικά
Definitions and Meaning of depriment in English
depriment (a.)
Serving to depress.
FAQs About the word depriment
καταθλιπτικός
Serving to depress.
No synonyms found.
No antonyms found.
depressurize => αποσυμπιέζω, depressurise => αποσυμπίεση, depressor nerve => ν. δεσμός (n.), depressor muscle => Καταθλιπτικός μυς, depressor => καταθλιπτικό,