Greek Meaning of enthroning
ενθρόνιση
Other Greek words related to ενθρόνιση
- ανυψωτικός
- προώθηση
- υπερβολικός
- αγιοποίηση
- θεοποίηση
- αξιοπρεπές
- ένδοξος
- εγκιβωτίζοντας
- Ανερχόμενος
- υψώνω
- δοξασμός
- τιμητικός
- ανύψωση
- μεγεθυντικός
- επαινετικός
- ανατροφή
- αναβάθμιση
- επευφημούν
- ενίσχυση
- εξυμνώντας
- Ύψος
- ιδεαλίζοντας
- εντατικοποίηση
- επαινετικό
- ρομαντικοποίηση
- απολυμαντικό
- ζάχαρη άχνη
- ανυψωτικός
Nearest Words of enthroning
- enthrones => Ανθρονίζει
- enthroned => ενθρονισμένος
- entertainments => ψυχαγωγία
- enterprises => επιχειρήσεις
- enterprisers => επιχειρηματίες
- entering (into or upon) => είσοδος (σε ή επί)
- entered (into or upon) => εισήλθε (σε ή επί)
- enterable => Εισερχόμενος
- enter (into or upon) => enter (into or upon)
- ententes => συμφωνίες
Definitions and Meaning of enthroning in English
enthroning
to place high value on, to seat ceremonially on a throne, to seat in a place associated with a position of authority or influence, to install formally on a throne, to assign supreme virtue or value to, to install in office or in a position of authority
FAQs About the word enthroning
ενθρόνιση
to place high value on, to seat ceremonially on a throne, to seat in a place associated with a position of authority or influence, to install formally on a thro
ανυψωτικός,προώθηση,υπερβολικός,αγιοποίηση,θεοποίηση,αξιοπρεπές,ένδοξος,εγκιβωτίζοντας,Ανερχόμενος,υψώνω
εξευτελιστικός,ταπεινωτικός,ταπεινωτικό,Ελαχιστοποίηση,ταπεινωτικός,Μειωτικός,καταγγέλλοντας,εξευτελιστικός,απόσβεση,αποσπαστικός
enthrones => Ανθρονίζει, enthroned => ενθρονισμένος, entertainments => ψυχαγωγία, enterprises => επιχειρήσεις, enterprisers => επιχειρηματίες,